επιφιλοπονούμαι

επιφιλοπονούμαι
ἐπιφιλοπονοῦμαι, -έομαι (Α)
(αποθ.) καταγίνομαι με ζήλο με κάτι («θήραις τε ἐπιφιλοπονεῑσθαι συνεπαίρει τι ἡ γῆ», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φιλοπονούμαι (< φιλό-πονος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”